ιμάμης

ιμάμης
ο
(λ. τουρκ.), μουσουλμάνος κληρικός, χότζας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιμάμης — Λειτουργός σε μουσουλμανικό ναό, χότζας ή μουεζίνης. Η λέξη ι. είναι αραβική (imam) και στον μουσουλμανικό κόσμο προσέλαβε διάφορες σημασίες ανάλογα με τις περιστάσεις. Η αρχική σημασία της είναι εκείνος που στέκεται μπροστά, ο προκαθήμενος και… …   Dictionary of Greek

  • Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ισμαήλ — I (4ος αι. μ.Χ.).Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Ι. έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη. Σε ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον συντρόφευαν οι Πέρσες Μανουήλ και Σαβέλ, αποδοκίμασε τον αυτοκράτορα γιατί θυσίαζε στα… …   Dictionary of Greek

  • δίκκη — η εξέδρα σε μουσουλμανικό τζαμί απ όπου οι καλανάρχες επαναλαμβάνουν όσα διαβάζει ο ιμάμης …   Dictionary of Greek

  • σχιίτες — Αναφέρονται και ως σιίτες. Οπαδοί μιας από τις δυο μεγάλες υποδιαιρέσεις του Ισλαμισμού: σουννισμό και σχιισμό. Η λέξη προέρχεται απ’ το αραβικό σι’α «μερίδα»: οι σ. είναι δηλαδή η «μερίδα του Αλή», που σχηματίστηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • μαλικίτες — Οπαδοί του μαλικιτικού δόγματος, ενός από τους τέσσερις βασικούς κλάδους της μωαμεθανικής θρησκείας. Ιδρυτής του δόγματος αυτού (το οποίο έχει πηγές του το Κοράνι, τη σούνα, το εθιμικό δίκαιο, τη συναίνεση των ιερέων της Μεδίνας και την προσωπική …   Dictionary of Greek

  • Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”